- αντελαυνω
- ἀντελαύνωἀντ-ελαύνωустремляться навстречу
(τριήρει Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τριήρει Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντελαύνω — ἀντελαύνω (Α) αντεπιτίθεμαι … Dictionary of Greek
ἀντήλασε — ἀντελαύνω sail against aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντελαύνει — ἀντελαύ̱νει , ἀντελαύνω sail against aor subj act 3rd sg (epic) ἀντελαύ̱νει , ἀντελαύνω sail against pres ind mp 2nd sg ἀντελαύ̱νει , ἀντελαύνω sail against pres ind act 3rd sg ἀντελαύ̱νει , ἀντελαύνω sail against aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντελαύνοι — ἀντελαύ̱νοῑ , ἀντελαύνω sail against pres opt act 3rd sg ἀντελαύ̱νοῑ , ἀντελαύνω sail against pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντελαύνοντας — ἀντελαύ̱νοντας , ἀντελαύνω sail against pres part act masc acc pl ἀντελαύ̱νοντας , ἀντελαύνω sail against pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek